ζωογονητικός

ζωογονητικός
-ή, -ό (Α ζωογονητικός, -ή, -όν) [ζωογονώ]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωογόνηση, ζωογόνος, αναζωογονητικός, τονωτικός, εμψυχωτικός, αναπτερωτικός. Επιρρ. ζωογονητικώς
με τρόπο ζωογόνο, με ζωογόνηση, εμψυχωτικά, αναπτερωτικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ζωογονητικῆς — ζωογονητικός capable of generation fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωογονικός — ή, ό (Α ζωογονικός, ή, όν) [ζωογονία] ζωογονητικός. επίρρ... ζωογονικώς (Α ζωογονικῶς) με τρόπο ζωογονικό, ζωογόνο …   Dictionary of Greek

  • ζωοποιητικός — ή, ό (Α ζωοποιητικός, ή, όν) [ζωοποιώ] ικανός να δημιουργήσει ζωή, δημιουργός ζωής, ζωογόνος, ζωογονητικός …   Dictionary of Greek

  • ζώπυρος — (τέλη 5ου αι. – αρχές 6ου αι. π.Χ.). Πέρσης ευγενής. Υπήρξε συνεργός στη δολοφονία του σφετεριστή του θρόνου Γαυμάτα και στην ανακήρυξη του Δαρείου Α’ σε βασιλιά. Ήταν τόσο πιστός στον Δαρείο, ώστε όταν αυτός πολιορκούσε τη Βαβυλώνα επί 20 μήνες …   Dictionary of Greek

  • ζωοποιητικός — ή, ό ο ικανός να δημιουργήσει ζωή, ζωογονητικός, ζωογόνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζωτικός — ή, ό 1. δραστήριος, ενεργητικός: Ζωτικός άνθρωπος. 2. σπουδαίος: Συμφέροντα ζωτικής σημασίας. – Ζωτικές ανάγκες. 3. ζωογονητικός: Ζωτικές τροφές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τονωτικός — ή, ό 1. δυναμωτικός, διεγερτικός, ζωογονητικός: Τονωτικές ενέσεις. 2. το ουδ. ως ουσ., τονωτικό, το δυναμωτικό φάρμακο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”