ζωογονητικῆς — ζωογονητικός capable of generation fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωογονικός — ή, ό (Α ζωογονικός, ή, όν) [ζωογονία] ζωογονητικός. επίρρ... ζωογονικώς (Α ζωογονικῶς) με τρόπο ζωογονικό, ζωογόνο … Dictionary of Greek
ζωοποιητικός — ή, ό (Α ζωοποιητικός, ή, όν) [ζωοποιώ] ικανός να δημιουργήσει ζωή, δημιουργός ζωής, ζωογόνος, ζωογονητικός … Dictionary of Greek
ζώπυρος — (τέλη 5ου αι. – αρχές 6ου αι. π.Χ.). Πέρσης ευγενής. Υπήρξε συνεργός στη δολοφονία του σφετεριστή του θρόνου Γαυμάτα και στην ανακήρυξη του Δαρείου Α’ σε βασιλιά. Ήταν τόσο πιστός στον Δαρείο, ώστε όταν αυτός πολιορκούσε τη Βαβυλώνα επί 20 μήνες … Dictionary of Greek
ζωοποιητικός — ή, ό ο ικανός να δημιουργήσει ζωή, ζωογονητικός, ζωογόνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζωτικός — ή, ό 1. δραστήριος, ενεργητικός: Ζωτικός άνθρωπος. 2. σπουδαίος: Συμφέροντα ζωτικής σημασίας. – Ζωτικές ανάγκες. 3. ζωογονητικός: Ζωτικές τροφές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τονωτικός — ή, ό 1. δυναμωτικός, διεγερτικός, ζωογονητικός: Τονωτικές ενέσεις. 2. το ουδ. ως ουσ., τονωτικό, το δυναμωτικό φάρμακο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)